- πολυσημάντωρ
- -ορος, ὁ, Α(κυρίως ως προσωνυμία τού Άδη) αυτός που εξουσιάζει, που επιτάσσει και διοικεί πολλούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σημάντωρ (< σημαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυσημάντωρ — giving commands to many masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)